- σταυροπάτης
- ο1) безбожник; 2) скотокрад
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σταυροπάτης — ο, ΝΜ αυτός που πατάει τον σταυρό, ασεβής, αντίχριστος νεοελλ. ζωοκλέφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + πάτης (< πατῶ), πρβλ. ὁμηρο πάτης] … Dictionary of Greek
σταυροπατία — ἡ, Μ [σταυροπάτης] η καταπάτηση τού σταυρού, η αρνησιθρησκία … Dictionary of Greek
σταυροπατώ — έω, Μ [σταυροπάτης] καταπατώ τον σταυρό, ασεβώ … Dictionary of Greek
σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… … Dictionary of Greek